απυρωτος

απυρωτος
    ἀπύρωτος
    ἀ-πύρωτος
    2
    (ῠ)
    1) не бывший на огне, т.е. не бывший в употреблении
    

(φιάλη Hom.)

    2) неосвещенный, темный
    

(τὸ τῆς σελήνης μέρος Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "απυρωτος" в других словарях:

  • ἀπύρωτος — not exposed to fire masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απύρωτος — η, ο (Α ἀπύρωτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν έχει πυρωθεί ή ζεσταθεί αρχ. 1. (για σκεύη) αυτός που δεν έχει τεθεί στη φωτιά, αμεταχείριστος, καινούργιος 2. άβραστος, αμαγείρευτος 3. φρ. «απύρωτος σελήνη» (για τη σελήνη σε έκλειψη) …   Dictionary of Greek

  • ἀπύρωτον — ἀπύρωτος not exposed to fire masc/fem acc sg ἀπύρωτος not exposed to fire neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπυρώτου — ἀπύρωτος not exposed to fire masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπυρώτων — ἀπύρωτος not exposed to fire masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπύρωτα — ἀπύρωτος not exposed to fire neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»